μίσητος

μίσητος
μίσητος, -ήτη, -ον (Α)
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ακόλαστος, λάγνος, που έχει έντονες σεξουαλικές επιθυμίες
2. (γενικά) άπληστος, ακόρεστος, αχόρταγος
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισήτη
η πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισητός < μισῶ, με αναβιβασμό τού τόνου στην προπαραλήγουσα για να δηλώσει τον ακόλαστο σεξουαλικά άνθρωπο. Η σημασιολογική απόσταση μεταξύ τών λ. μισητός και μίσητος μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη, αφού η σημ. τού επιθ. μισητός «απεχθής» θα μπορούσε να εξελιχθεί στη σημ. «ακόλαστος, πόρνος» τού μίσητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μισητός — ή, ό (ΑΜ μισητός, ή, όν) [μισώ] αυτός που επισύρει εναντίον του το μίσος, άξιος μίσους, μισημένος, μισούμενος, απεχθής (α. «την ώρα, όπου εσβηούντο οι μισητοί, τον θεόν ευχαριστούσε», Σολωμ. β. «οὐκ οἶδεν οἷα γλῶσσα μισητῆς κυνός λέξασα»,… …   Dictionary of Greek

  • μισητός — μῑσητός , μισητός hateful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισητός, -ή — ό αυτός που προκαλεί μίσος, αντιπαθητικός, απεχθής: Η σκληρότητά του τον κάνει μισητό στους υπαλλήλους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μισητότερον — μίσητος hateful adverbial comp μίσητος hateful masc acc comp sg μίσητος hateful neut nom/voc/acc comp sg μῑσητότερον , μισητός hateful adverbial comp μῑσητότερον , μισητός hateful masc acc comp sg μῑσητότερον , μισητός hateful neut nom/voc/acc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισητότατον — μίσητος hateful masc acc superl sg μίσητος hateful neut nom/voc/acc superl sg μῑσητότατον , μισητός hateful masc acc superl sg μῑσητότατον , μισητός hateful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισητότατος — μίσητος hateful masc nom superl sg μῑσητότατος , μισητός hateful masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισητότερα — μίσητος hateful neut nom/voc/acc comp pl μῑσητότερα , μισητός hateful neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισήτη — μίσητος hateful fem nom/voc sg (attic epic ionic) μισήτη hateful fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισήτην — μίσητος hateful fem acc sg (attic epic ionic) μῑσήτην , μισέω hate imperf ind act 3rd dual (doric aeolic) μισήτη hateful fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίσηται — μίσητος hateful fem nom/voc pl μισήτη hateful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”